Λυδός

Λυδός
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Λυδίας. Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από αυτόν, ενώ ονομαζόταν μέχρι τότε Μαιονία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευε πριν από τη δυναστεία των Ηρακλειδών, ενώ ο Στράβων αναφέρει ότι ο Λ. ήταν απόγονος του Ηρακλή.
II
(6oς αι. π.Χ.). Αγγειογράφος που έζησε στην Αττική και άκμασε περίπου κατά την περίοδο 560-530 π.Χ. Ήταν δούλος ή άποικος από τη Λυδία. Έργα του Λ. αποτελούν ο αμφορέας που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου και απεικονίζει την Ιλίου Πέρσιν, καθώς και ένας που απεικονίζει τη Γιγαντομαχία και βρίσκεται στο μουσείο της Ακρόπολης. Το έργο του υπήρξε σημαντικό τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά· θα πρέπει να είχε ιθύνουσα θέση σε κάποιο σημαντικό εργαστήριο και να επηρέασε πολλούς μεταγενεστέρους του, ενώ η ζωγραφική του σημάδεψε την πιο ώριμη περίοδο του μελανόμορφου ρυθμού.
* * *
-ή, -ό (Α Λυδός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λυδία ή προέρχεται από τη Λυδία («ἄχνην λυδῆς κερκίδος», Σοφ.)
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λυδός, η Λυδή
ο, η κάτοικος τής αρχαίας Λυδίας («παρὰ γὰρ τοῑσι Λυδοῑσι, σχεδὸν δὲ καὶ παρὰ τοῑς ἄλλοισι βαρβάροισι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λυδός
ο λυδίων* («καὶ χορὸς κιθαριστῶν τε καὶ τιτυριστῶν... λυδοὺς δὲ αὐτοὺς καλοῡσι», Αππ.)
2. (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Λυδαί
επίκληση τών Βακχών, οι οποίες κατά τον Ευριπίδη προέρχονταν από την περιοχή τού όρους Τμώλου τής Λυδίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λυδός — Λῡδός , Λυδός a Lydian masc nom sg Λυδός a Lydian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδός, Ιωάννης — Βλ. λ. Ιωάννης. Όνομα λογίων του Βυζαντίου (2.) …   Dictionary of Greek

  • Λυδαῖς — Λυδός a Lydian fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδαί — Λυδός a Lydian fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδῆς — Λυδός a Lydian fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδῇ — Λυδός a Lydian fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδή — Λυδός a Lydian fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λυδήν — Λυδός a Lydian fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Lydos-Gruppe — Lydos (griech. Λυδός, der Lyder) war ein attischer Vasenmaler des schwarzfigurigen Stils. Er ist der Hauptvertreter der Lydos Gruppe und wirkte in der Zeit zwischen 560 und 530 v. Chr. Der Name Lydos, der in der Form ό Λυδός (ho Lydos, der Lyder) …   Deutsch Wikipedia

  • Lydosgruppe — Lydos (griech. Λυδός, der Lyder) war ein attischer Vasenmaler des schwarzfigurigen Stils. Er ist der Hauptvertreter der Lydos Gruppe und wirkte in der Zeit zwischen 560 und 530 v. Chr. Der Name Lydos, der in der Form ό Λυδός (ho Lydos, der Lyder) …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”